- εὐπόρου
- εὔποροςeasy to passmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благопостижьнъ — (1*) пр. Легко доступный: Доселѣ оубо намъ бл҃готочно слово. по гладку пути приносѩ. и зѣло бл҃гопостижьну цр҃ску. будущеѥ похваленье. сего мужа (εὐπόρου) ГБ XIV, 147г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… … Dictionary of Greek
Βάζοφ, Ιβάν — (Ivan Vazov, Σοπότ [σημερινό Βάζοφγκραντ] 1850 – Σόφια 1921). Βούλγαρος συγγραφέας. Γιος εύπορου εμπόρου, στην αρχή επιδόθηκε σε εμπορικές σπουδές. Η επαφή με τους κύκλους των Βουλγάρων φυγάδων στη Ρουμανία (όπου είχε καταφύγει το 1870 και… … Dictionary of Greek
Ιώβ — I Βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που εξετάζει το ζήτημα της θεοδικίας (η κρίση του θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός ατόμου, που εκδηλώνεται, κατά τις δοξασίες πρωτόγονων λαών, με υπερφυσικά σημεία). Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι άγνωστος,… … Dictionary of Greek
Κάφκα, Φραντς — (FrantzKαfka, Πράγα 1883 – Κίρλινγκ, Βιέννη 1924). Τσέχος γερμανόφωνος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Μέλος της γερμανόφωνης εβραϊκής μειονότητας της Πράγας, γιος εύπορου εμπόρου, o K. ένιωσε τη βαθιά απομόνωση που δημιουργούσαν αυτές οι… … Dictionary of Greek
Λασάλ, Φερντινάν — (Ferdinand Lassalle, Μπρεσλάου 1825 – Γενεύη 1864). Γερμανός πολιτικός και διανοητής. Ήταν γιος εύπορου εμπόρου και σπούδασε στα πανεπιστήμια του Μπρεσλάου και του Βερολίνου, όπου αφομοίωσε σε βάθος την εγελιανή σκέψη. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek
Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek
Τερουάν ντε Μερικούρ — (Théroigne de Méricourt, 1762 – 1817). Γαλλίδα επαναστάτρια. Κόρη εύπορου γεωργού, πήρε μέρος στην επαναστατική κίνηση και το 1789 ήταν μεταξύ εκείνων, που επιτέθηκαν κατά των ανακτόρων των Βερσαλλιών. Ωραιότατη, αλλά και γενναία, μετέτρεψε το… … Dictionary of Greek
Μαικήνας — ο 1. όνομα εύπορου Ρωμαίου αξιωματούχου προστάτη των γραμμάτων (1ος αιώνας π.Χ.). 2. ως προσηγορ., εύπορος προστάτης συγγραφέα ή καλλιτέχνη, εύπορος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευπορία — η η κατάσταση του εύπορου, άνεση υλική, ευημερία, πλούτος (αντίθ. απορία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)